άτιτλος

άτιτλος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει τίτλο ή επικεφαλίδα
2. (για κυριότητα ακινήτου) αυτός που δεν έχει συμβολαιογραφική πράξη ιδιοκτησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άτιτλος, -η — ο ο χωρίς τίτλο, χωρίς επιγραφή ή επικεφαλίδα: Μερικές φορές έδινε στην εφημερίδα τα άρθρα του άτιτλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λεντ Ζέπελιν — (Led Zeppelin). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τον κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page, Λονδίνο 1944 –), τον τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ (Robert Plant, Μπρόμγουιτς 1948 –), τον μπασίστα Τζον Πολ Τζόουνς (John Paul Jones, Σίντκαπ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”